Σκηνοθεσία: Χιροκόζου Κόρε-Έντα
Πρωταγωνιστούν: Χιρόσι Άμπε, Γιούι Νατσουκάβα, Γιου, Καζούγια Τακαχίσι
Διανομή: Odeon
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι υποδέχεται στο σπίτι του, μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα, την κόρη τους και το γιο τους, με τις οικογένειές τους, σε ένα άτυπο τελετουργικό που ακολουθούν εδώ και 15 χρόνια για να τιμήσουν την ημέρα που ο Γιουνπέι, ο μεγάλος τους γιος, πνίγηκε για να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε στη θάλασσα. «Γιατί έπρεπε να πάει τον σώσει ο Γιουνπέι;» Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει 15 χρόνια τώρα το ζεύγος Γιοκογιάμα, τον συνταξιούχο γιατρό και τη νοικοκυρά γυναίκα του που αρνούνται να κατανοήσουν την αυτοθυσία του μεγάλου και πολλά υποσχόμενου γιου τους για να σώσει «κάποιον που δεν ήταν καν παιδί του», όπως λένε οι ίδιοι. «Τόσοι άλλοι ήταν στην παραλία», όπως λένε οι ίδιοι. Κλεισμένο μέσα στο σπίτι του, σε έναν όμορφο λόφο με πολλά σκαλιά στα προάστια του Τόκιο, το ηλικιωμένο αντρόγυνο ζει πλέον μόνο του. Η κόρη τους ζει με τον άντρα της και τα δύο τους παιδιά μακριά, όπως και ο μικρός τους γιος (40 ετών πλέον, αλλά πάντοτε «μικρός»), ο οποίος ζει στο Τόκιο με τη γυναίκα του, χήρα από τον πρώτο της άντρα, με τον οποίο έχει και έναν γιο. Μόνο μια φορά το χρόνο, κάθε καλοκαίρι, όλη η οικογένεια μαζεύεται ξανά, για να τιμήσει το νεκρό αδελφό, με πολύ φαγητό, άσκοπες συζητήσεις, κουτσομπολιό, τα χαχανητά από τα εγγόνια που παίζουν στην αυλή και πολλές σιωπές που καλύπτουν την πραγματικότητα. Ταινία δωματίου που παραπέμπει πολλές φορές σε θεατρικό θυμίζει όλες τις δικές μας οικογενειακές συγκεντρώσεις στις οποίες έχουμε αναγκαστεί να παραβρεθούμε. Όλα τα πλαστά χαμόγελα που ανταλλάσουμε μεταξύ μας, όλες τις κοινοτοπίες, όλες τις ασημαντότητες που συζητάμε, όλα τα ψέματα που λέμε για τη δουλειά μας και την καθημερινότητά μας, στην προσπάθεια να αποδείξουμε πως δεν είμαστε αποτυχημένοι. Εξαιρετικές ερμηνείες και άψογη κινηματογράφηση ανάγουν την ταινία σε ένα «κινηματογραφικό θεατρικό», ενώ κάθε κοινοτοπία που εκφέρεται επί της οθόνης και κάθε βλέμμα κρύβει από πίσω τους αλήθειες που δεν τολμούν να ξεστομιστούν ποτέ. Η ζέστη της καλοκαιρινής ημέρας είναι σαν να βγαίνει από την οθόνη και να σε πνίγει, μαζί με τη μυρωδιά από τα φαγητά που μαγειρεύονται ακατάπαυστα. Έχεις πάντοτε την αίσθηση πως κάποιος θα πει τη λάθος λέξη που θα οδηγήσει σε έκρηξη, αλλά η οικογένεια Γιοκογιάμα είναι πολύ καθώς πρέπει για να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού, προσκαλούν σε αυτό το μνημόσυνο και τον -παχύσαρκο πλέον- νέο που σώθηκε από πνιγμό χάρη στην αυτοθυσία του γιου τους, για να τον εξευτελίσουν -πάντοτε με το γάντι- και να του θυμίσουν πως αυτός ζει ενώ ο άξιος γιος τους πέθανε. Αλήθειες και ψέματα μιας ζωής και κουβέντες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ακόμη κι όταν είναι πια πολύ αργά, κάνουν τη «Μέρα του καλοκαιριού» μια ταινία που θα σας παρασύρει στον μικρόκοσμό της και στις κρυφές αλήθειες της, που όμως είναι και δικές μας. Στο κάτω-κάτω, όταν η αλήθεια δεν μας εξυπηρετεί, αρκεί ένα «Δεν θυμάμαι», σαν αυτό του γιου, στο τελευταίο καρέ της ταινίας. Ό,τι μας πληγώνει, ό,τι δεν μας συμφέρει είναι καλύτερο να κάνουμε πως το ξεχνάμε, έτσι δεν είναι;
Το είδα με αρκετό κόσμο στην αίθουσα 1 του Odeon Opera με Dolby Digital. Αρχικά, η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στην κατά πολύ μικρότερη αίθουσα 2, αλλά η προσέλευση των θεατών οδήγησε στη μεταφορά της στη μεγάλη αίθουσα.
Πρωταγωνιστούν: Χιρόσι Άμπε, Γιούι Νατσουκάβα, Γιου, Καζούγια Τακαχίσι
Διανομή: Odeon
Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι υποδέχεται στο σπίτι του, μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα, την κόρη τους και το γιο τους, με τις οικογένειές τους, σε ένα άτυπο τελετουργικό που ακολουθούν εδώ και 15 χρόνια για να τιμήσουν την ημέρα που ο Γιουνπέι, ο μεγάλος τους γιος, πνίγηκε για να σώσει ένα παιδί που κινδύνευε στη θάλασσα. «Γιατί έπρεπε να πάει τον σώσει ο Γιουνπέι;» Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει 15 χρόνια τώρα το ζεύγος Γιοκογιάμα, τον συνταξιούχο γιατρό και τη νοικοκυρά γυναίκα του που αρνούνται να κατανοήσουν την αυτοθυσία του μεγάλου και πολλά υποσχόμενου γιου τους για να σώσει «κάποιον που δεν ήταν καν παιδί του», όπως λένε οι ίδιοι. «Τόσοι άλλοι ήταν στην παραλία», όπως λένε οι ίδιοι. Κλεισμένο μέσα στο σπίτι του, σε έναν όμορφο λόφο με πολλά σκαλιά στα προάστια του Τόκιο, το ηλικιωμένο αντρόγυνο ζει πλέον μόνο του. Η κόρη τους ζει με τον άντρα της και τα δύο τους παιδιά μακριά, όπως και ο μικρός τους γιος (40 ετών πλέον, αλλά πάντοτε «μικρός»), ο οποίος ζει στο Τόκιο με τη γυναίκα του, χήρα από τον πρώτο της άντρα, με τον οποίο έχει και έναν γιο. Μόνο μια φορά το χρόνο, κάθε καλοκαίρι, όλη η οικογένεια μαζεύεται ξανά, για να τιμήσει το νεκρό αδελφό, με πολύ φαγητό, άσκοπες συζητήσεις, κουτσομπολιό, τα χαχανητά από τα εγγόνια που παίζουν στην αυλή και πολλές σιωπές που καλύπτουν την πραγματικότητα. Ταινία δωματίου που παραπέμπει πολλές φορές σε θεατρικό θυμίζει όλες τις δικές μας οικογενειακές συγκεντρώσεις στις οποίες έχουμε αναγκαστεί να παραβρεθούμε. Όλα τα πλαστά χαμόγελα που ανταλλάσουμε μεταξύ μας, όλες τις κοινοτοπίες, όλες τις ασημαντότητες που συζητάμε, όλα τα ψέματα που λέμε για τη δουλειά μας και την καθημερινότητά μας, στην προσπάθεια να αποδείξουμε πως δεν είμαστε αποτυχημένοι. Εξαιρετικές ερμηνείες και άψογη κινηματογράφηση ανάγουν την ταινία σε ένα «κινηματογραφικό θεατρικό», ενώ κάθε κοινοτοπία που εκφέρεται επί της οθόνης και κάθε βλέμμα κρύβει από πίσω τους αλήθειες που δεν τολμούν να ξεστομιστούν ποτέ. Η ζέστη της καλοκαιρινής ημέρας είναι σαν να βγαίνει από την οθόνη και να σε πνίγει, μαζί με τη μυρωδιά από τα φαγητά που μαγειρεύονται ακατάπαυστα. Έχεις πάντοτε την αίσθηση πως κάποιος θα πει τη λάθος λέξη που θα οδηγήσει σε έκρηξη, αλλά η οικογένεια Γιοκογιάμα είναι πολύ καθώς πρέπει για να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού, προσκαλούν σε αυτό το μνημόσυνο και τον -παχύσαρκο πλέον- νέο που σώθηκε από πνιγμό χάρη στην αυτοθυσία του γιου τους, για να τον εξευτελίσουν -πάντοτε με το γάντι- και να του θυμίσουν πως αυτός ζει ενώ ο άξιος γιος τους πέθανε. Αλήθειες και ψέματα μιας ζωής και κουβέντες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ακόμη κι όταν είναι πια πολύ αργά, κάνουν τη «Μέρα του καλοκαιριού» μια ταινία που θα σας παρασύρει στον μικρόκοσμό της και στις κρυφές αλήθειες της, που όμως είναι και δικές μας. Στο κάτω-κάτω, όταν η αλήθεια δεν μας εξυπηρετεί, αρκεί ένα «Δεν θυμάμαι», σαν αυτό του γιου, στο τελευταίο καρέ της ταινίας. Ό,τι μας πληγώνει, ό,τι δεν μας συμφέρει είναι καλύτερο να κάνουμε πως το ξεχνάμε, έτσι δεν είναι;
Το είδα με αρκετό κόσμο στην αίθουσα 1 του Odeon Opera με Dolby Digital. Αρχικά, η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται στην κατά πολύ μικρότερη αίθουσα 2, αλλά η προσέλευση των θεατών οδήγησε στη μεταφορά της στη μεγάλη αίθουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου